- εμπόλημα
- ἐμπόλημα, το (AM)το κέρδος από το εμπόριοαρχ.εμπόρευμα, πραμάτεια, φορτίο πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπόλημα — matter of traffic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολημάτων — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήμασιν — ἐμπόλημα matter of traffic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήματα — ἐμπόλημα matter of traffic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήματος — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek